- ευνοώ
- ευνοώ, ευνόησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… … Dictionary of Greek
ευνοώ — ευνόησα, ευνοήθηκα, ευνοημένος. 1. δείχνω, παρέχω την εύνοιά μου σε κάποιον, συμπαθώ. 2. προτιμώ κάποιον που τον ξεχωρίζω ανάμεσα στους άλλους: Τονευνοεί η τύχη. 3. βοηθώ: Αν μας ευνοήσει ο καιρός, θα χουμε καλή σοδειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐνοῶ — εὐνοέω to be well inclined pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐνοέω to be well inclined pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… … Dictionary of Greek
δενδροφυώ — δενδροφυῶ ( έω) (Α) [δενδροφυής] (για τόπο) ευνοώ τη βλάστηση και ανάπτυξη δένδρων … Dictionary of Greek
διαπρέπω — (AM διαπρέπω) [πρέπω] 1. διακρίνομαι, υπερέχω, εξέχω 2. κινώ τον θαυμασμό μσν. ευνοώ αρχ. 1. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος 2. διακοσμώ, στολίζω … Dictionary of Greek
διαπρεπίζω — (Μ) 1. τιμώ, σέβομαι 2. ευνοώ … Dictionary of Greek
δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… … Dictionary of Greek
ελληνίζω — (AM ἑλληνίζω) νεοελλ. μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ. αρχ. μσν. γίνομαι ειδωλολάτρης αρχ. 1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά 2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό τής ελληνικής γλώσσας 3. μιλώ την κοινή Ελληνική 4.… … Dictionary of Greek